φιλοθεωρώ

φιλοθεωρώ
-έω, Α [φιλοθέωρος]
μού αρέσει η παρατήρηση τών πραγμάτων, θέλω να βλέπω και να παρατηρώ («ὅσα ἄλλα συμπτώματα δύναται ἐπινοεῑσθαι ὑπὸ τῶν κατὰ τὸ φιλοθεωρεῑν συντεινόντων ἑαυτούς», Ιάμβλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοθεώρῳ — φιλοθέωρος sightseer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτοιούτος — ὁ, Α φίλος τών τέτοιων πραγμάτων, αυτός που αγαπά τα πράγματα («ἑκάστῳ δὲ ἐστὶν ἡδὺ πρὸς ὃ λέγεται φιλοτοιοῡτος, οἶον ἵππος μὲν τῷ φιλίππῳ, θέαμα δὲ τῷ φιλοθεώρῳ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τοιοῦτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”